-
1 διακρινω
1) разделять, разводить(εἰ μέ νὺξ διακρινέει μένος ἀνδρῶν Hom.; διακριθῆναι ἀπ΄ ἀλλήλων Thuc.; νυκτὸς ἥ μάχη διεκρίθη Plut.)
2) разделять на составные части, разлагать(τῇ θερμότητι τὰς συστάσεις Arst.; διακρίνεσθαι καὴ συγκρίνεσθαι Plat.)
εἰς τὸ διακριθῆναι ἀνάγκη ἅπασιν ἐλθεῖν Arst. — все с необходимостью приходит к (своему) распаду3) разделять пополам, расчесывать на пробор(κόμη διακεκριμένη Plut.)
4) разбирать, различать5) тж. med. различать, отличать(τί τινος и τι καί τι Plat.)
οὐδένα διακρίνων Her. — никого не различая, т.е. всех без разбора6) решать, определять(τὸν νικῶντα χειροτονίαις Plat.)
ταῦτα οὐκ ἔχω διακρῖναι Her. — этого я решить не в состоянии;διακρῖναι ποῖον ἀντὴ ποἱου αἱρετέον Arst. — определить, что чему предпочесть7) тж. med. разбирать, решать(δίκας Plat.; med. νεῖκος Hes., τὸ νῦν ζητούμενον Plat.)
ὅπλοις (Ἄρηϊ Theocr.) ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Dem. — решить свой спор оружием или путем переговоров;μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Her. — померяться в бою силами с кем-л.8) med. колебаться, сомневатьсяμηδὲν διακρινόμενος NT. — нисколько не колеблясь («ничтоже сумняшеся»)
-
2 διακρίνω
A- κρῐνέω Il.2.387
, SIG614.8 (ii B.C.):—separate one from another,ὥς τ' αἰπόλια.. αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν Il.2.475
, cf. Hdt.8.114; part combatants,εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνη Il.7.292
, etc.;εἰ μὴ νὺξ.. διακρινέει μένος ἀνδρῶν 2.387
;δ. φιλέοντε Od.4.179
;κρόκην καὶ στήμονας συγκεχυμένους δ. Pl. Cra. 388b
:—[voice] Pass., to be parted, of hair, Plu.Rom.15: more freq. of combatants, διακρινθήμεναι ([dialect] Ep. inf. [tense] aor. 1 [voice] Pass.)ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας Il.3.98
, cf. 102,7.306, etc.: also in [tense] fut. [voice] Med.,διακρινέεσθαι Od. 18.149
, 20.180;διακριθέντες ἐκ τῆς ναυμαχίης Hdt.8.18
;διακριθῆναι ἀπ' ἀλλήλων Th.1.105
, cf. 3.9; διακρίνεσθαι πρός.. part and join different parties, Id.1.18.b [voice] Pass., to be divorced, Leg.Gort.2.46.2 in Philosophy, separate, decompose into elemental parts, opp. συγκρίνω, chiefly in [voice] Pass., Anaxag.12, cf. Arist.Metaph. 985a28, [Epich.] 245, Pl.Phd. 71b, Prm. 157a, etc.3 ἄστρων διακρίνει φάη σελάνα prob. sets apart, removes, i.e. outshines, B.8.28.II distinguish,καί κ' ἀλαὸς διακρίνειε τὸ σῆμα Od.8.195
; οὐδένα δ. without distinction of persons, Hdt.3.39;οὐχὶ δ. τὴν πενιχρὰν ἢ πλουσίαν Diod.Com.2.8
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense,διακεκρίμεθα τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καὶ.. Pl.Phlb. 52c
: [tense] plpf. in pass. sense, διεκέκριτο οὐδέν no distinction was made, Th.1.49; distinct, varied,B.
Fr.24.III decide, of judges,ὀρθᾷ δ. φρενί Pi.O.8.24
;δ. δίκας Hdt.1.100
;διὰ δὲ κρίνουσι θέμιστας Theoc.25.46
; also, determine a fever, mark its crisis, Hp. Coac. 137; ἡ νοῦσος μάλιστα διακρίνει ἐν οὐδενί has usually no crisis in any patient, Id.Morb.2.71;δ. αἵρεσιν Hdt.1.11
;δ. εἰ.. Id.7.54
;δ. περί τινος Ar.Av. 719
:—[voice] Med., νεῖκος δ. get it decided, Hes.Op.35;τὸ ζητούμενον Pl.Phlb. 46b
; decide among yourselves,ταῦτα.. ὅπως ποτ' ἔχει δ. D.32.28
:—[voice] Pass., bring an issue to decision,ἐπέεσσί γε νηπυτίοισι ὧδε διακρινθέντε Il.20.212
; αἴ τινι τᾶν πολίων ᾖ ἀμφίλλογα, διακριθῆμεν Foed.[dialect] Dor. ap. Th.5.79;διακριθεῖμεν περί τινος Pl.Euthphr. 7c
; of combatants,μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Hdt.9.58
;πρός τινα ὑπέρ τινος LXXJl.3(4).2
; ὅπλοις ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Philipp. ap. D. 12.7;διακρίνεσθαι περὶ τῶν ὅλων Plb.3.111.2
; τινί with one, Ep. Jud.9: abs., PMagd.1.15 (iii B.C.), etc.; alsoπόλεμος διακριθήσεται Hdt.7.206
; of a person, to be judged, Polem.Call.18.VII doubt, hesitate, waver, Act.Ap. 11.12 (s.v.l.): usu. in [voice] Med. and [voice] Pass., μηδὲν διακρινόμενος ib.10.20;μὴ διακριθῆτε Ev.Matt.21.21
, cf. Ep.Rom.4.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακρίνω
-
3 δια-κρίνω
δια-κρίνω (s. κρίνω), trennen, sondern, absondern, scheiden, auseinanderbringen. Bei Homer stets in dieser ursprünglichen Bedeutung: 1) Activ.: Iliad. 2, 475 ὥς τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν, ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν; Odyss. 8, 195 και κ' ἀλαός τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ, ἀλλὰ πολὺ πρῶτον; 4, 179 οὐδέ κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε, πρίν γ' ὅτε δὴ ϑανάτοιο μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν; besonders Kämpfende auseinanderbringen: Iliad. 2, 387 εἰ μὴ νὺξ ἐλϑοῦσα διακρινέει μένος ἀνδρῶν; 7, 292 ὕστερον αὖτε μαχησόμεϑ', εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνῃ, δώῃ δ' ἑτέροισί γε νίκην; 17, 531 καί νύ κε δὴ ξιφέεσσ' αὐτοσχεδὸν ὁρμηϑήτην, εἰ μή σφω' Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε. – 2) Passiv.: Odyss. 9, 220 στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται έρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖϑ' ἕρσαι; Iliad 2, 815 ἔνϑα τότε Τρῶές τε διέκριϑεν ἠδ' ἐπίκουροι; von Kämpfenden: Iliad. 7, 306 τὼ δὲ διακρινϑέντε ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤι', ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε; 3, 98. 102 φρονέω δὲ διακρινϑήμεναι ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέποσϑε εἵνεκ' ἐμῆς ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἀρχῆς. ἡμέων δ' ὁπποτέρῳ ϑάνατος καὶ μοῖρα τέτυκται, 102 τεϑναίη· ἄλλοι δὲ δια κρινϑεῖτε τάχιστα: zu vs. 102 vgl Scholl. Herodian.; zu vs. 99 Scholl. Aristonic. Ἀργείους καὶ Τρῶας: ἡ διπλῆ περιστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες, ὡς ἀποστροφῆς τοῦ λόγου γεγονυίας πρὸς αὐτούς. ἔστι δὲ τὸ διακρινϑῆναι διχῶς χωρισϑῆναι· ὁ δὲ Ζηνόδοτος συνήϑως ἡμῖν τέταχεν (»puto pro judicium subire« Lehrs Aristarch. p. 151). – 3) Medium in passiver Bedeutung: Odyss. 18, 149 οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε διακρινέεσϑαι ὀίω μνηστῆρας καὶ κεῖνον, ἐπεί κε μέλαϑρον ὑπέλϑῃ; 20, 180 πάντως οὐκέτι νῶι διακρινέεσϑαι ὀίω πρὶν χειρῶν γεύσασϑαι. – Bei den Folgenden: 1) von einander absondern, aus- u. unterscheiden, trennen; οὐδένα Her. 3, 39; διακρινομένη στρατιὴ ἐσχίζετο 8, 34; αἵρεσιν 1, 11; στήμονας συγκεχυμένους Plat. Crat. 388 b; φίλην καὶ ἐχϑράν Rep. II, 376 b; κατὰ γένος Soph. 253 e; Ggstz συγκρίνειν Phaed. 72 c; auch med. so, διακεκρίμεϑα χωρὶς τάς τε καϑαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαϑάρτους Phil. 32 a; vgl. 46 b; τὴν κόμην, das Haar scheiteln, Plut. Rom. 15; auch τινός, von etwas, Ap. Rh. 3, 1129. – 2) entscheiden, beurtheilen, λόγον ἀνϑρώπων, ὀρϑᾷ φρενί, Pind. P. 1, 68 Ol. 8. 24; Her. 7, 54; Ἅιδης διακρίνει τοῠτο Ar. Vesp. 763; oft bei Plat., τὴν δίκην Legg. XI, 937 b; διέκρινε καὶ διεξῄει τὰ ἐρωτώμενα Prot. 315 c; ὁπότερος ἀληϑῆ λέγει Lach. 186 e; τὸν νικῶντα χει ροτονίαις Legg. II, 659 b; u. so Folgde. Auch med., διακρινώμεϑα νεῖκος Hes. O. 35. – Pass., bes. aor. διεκρίϑην, getrennt werden, aus einander kommen, Her. 7, 219; ἐκ τῆς ναυμαχίης 8, 18; ἀπ' ἀλλήλων Thuc. 1, 105; aber οὐδὲν ἔτι διεκέκριτο, 1, 49, es wurde kein Unterschied mehr gemacht; einen Streit beilegen; πόλεμος διακριϑήσεται Her. 7, 206; περί τινος Plat. Euth. 7 c; Legg. XII, 956 c; aber auch = in Streit mit Jemand gerathen, kämpfen, μάχῃ πρός τινα Her. 9, 58; ὅπλοις ἢ λόγοις, ausmachen, Dem. 12. 17 (epist. Phil.); περὶ τῶν ὅλων Pol. 3, 111; vgl. 2, 22, 11. 18, 35, 4; abs., sich streiten, Ath. XII, 554 c; – zweifeln, N. T.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский